υπερκορεσμός

υπερκορεσμός
ο, Ν
1. υπέρμετρος κορεσμός, υπερπλήρωση, παραγέμισμα
2. φυσ.-χημ. σχηματισμός διαλύματος στο οποίο η συγκέντρωση τής διαλυμένης ουσίας, σε μια ορισμένη θερμοκρασία, είναι μεγαλύτερη από την ποσότητα τής ουσίας που αντιστοιχεί στην κατάσταση τού κορεσμού του στις ίδιες συνθήκες
3. (κοινων.-οικον.) κατάσταση κατά την οποία η προσφορά ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας υπερβαίνει κατά πολύ τη ζήτηση
4. φρ. «μαγνητικός υπερκορεσμός»
φυσ. κατάσταση ενός μαγνητικού πεδίου στο οποίο η μαγνητική επαγωγή έχει υπερβεί την οριακή τιμή μαγνήτισης για το συγκεκριμένο μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερκορένννμι / -ύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπερκορεσμός — ο ο υπερβολικός κορεσμός, η υπερπλήρωση, το παραγέμισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιμπεριαλισμός — Η τάση για επέκταση της πολιτικής και οικονομικής επιρροής ενός κράτους σε άλλες χώρες, κυρίως με τη χρησιμοποίηση της στρατιωτικής του ισχύος. Ήδη από την αρχαιότητα παρατηρείται συχνά το φαινόμενο ένας λαός να διεκδικεί να υποτάξει άλλους. Όμως …   Dictionary of Greek

  • κρυστάλλωση — Σύνολο διεργασιών που αποσκοπούν στην επίτευξη της κρυσταλλικής κατάστασης της ύλης κατά τη μετάβασή της σε στερεά μορφή. Η κ. πραγματοποιείται είτε για να απαλλαγεί ένα μείγμα από τυχόν ακαθαρσίες είτε για να διαχωριστούν τα διάφορα συστατικά… …   Dictionary of Greek

  • νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας …   Dictionary of Greek

  • παραχόρτασμα — το [παραχορταίνω] υπερκορεσμός, μπούχτισμα …   Dictionary of Greek

  • υπερκόρεση — η, Ν υπερκορεσμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερκορέννυμι / ύω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερκόρεσις, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”