- υπερκορεσμός
- ο, Ν1. υπέρμετρος κορεσμός, υπερπλήρωση, παραγέμισμα2. φυσ.-χημ. σχηματισμός διαλύματος στο οποίο η συγκέντρωση τής διαλυμένης ουσίας, σε μια ορισμένη θερμοκρασία, είναι μεγαλύτερη από την ποσότητα τής ουσίας που αντιστοιχεί στην κατάσταση τού κορεσμού του στις ίδιες συνθήκες3. (κοινων.-οικον.) κατάσταση κατά την οποία η προσφορά ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας υπερβαίνει κατά πολύ τη ζήτηση4. φρ. «μαγνητικός υπερκορεσμός»φυσ. κατάσταση ενός μαγνητικού πεδίου στο οποίο η μαγνητική επαγωγή έχει υπερβεί την οριακή τιμή μαγνήτισης για το συγκεκριμένο μέσο.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερκορένννμι / -ύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.